- αγαθόφρων
- ἀγαθόφρων, -ον (Α)αυτός που έχει αγαθές, καλές διαθέσεις, καλοδιάθετος, καλοπροαίρετος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγαθὸς + φρήν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγαθόφρονας — ἀγαθόφρων well disposed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Konstantinos Nikolopoulos — Konstantinos Agathophron Nikolopoulos (griechisch Konstandínos Agathófron Nikolópoulos Κωνσταντίνος Αγαθόφρων Νικολόπουλος, in Frankreich auch Constantine Nicolo Poulo; * 1786 in Smyrna; † 1841 in Paris) war ein griechischer Komponist,… … Deutsch Wikipedia
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
Νικολόπουλος, Κωνσταντίνος — (Σμύρνη 1786 – Παρίσι 1841). Λόγιος, ποιητής πατριωτικών στίχων και βιβλιόφιλος. Μαθητής του Βαρδαλάχου και του Λάμπρου Φωτιάδη στο ελληνικό γυμνάσιο του Βουκουρεστίου, θαυμαστής και αργότερα συνεργάτης του Κοραή στο Παρίσι (1806 κ.ε.), ο Ν. ήταν … Dictionary of Greek